- φάτις
- -εως και ιων. τ. -ιος, ἡ, Α1. ανθρώπινη φωνή, ομιλία, λόγος2. είδηση, φήμη («αὐγὴν πυρὸς φέρουσαν ἐκ Τροίας φάτιν», Αισχύλ.)3. αντικείμενο φήμης, θέμα ομιλίας («φάτιν ἄφραστον», Σοφ.)4. φωνή από τον ουρανό ή από μαντείο, χρησμός («ἀπὸ... θεσφάτων... φάτις», Αισχύλ.)5. όνειρο6. ερμηνευτής ονείρων, ονειροκρίτης7. γλώσσα («καὶ μὴν ἄγαν γ' Ἕλλην ἐπίσταμαι φάτιν», Αισχύλ.)8. όνομα9. φρ. α) «φάτις (ἐστὶ)» — λέγεται ότι (Πίνδ.)β) «ὡς φάτις ὅρμηται» και «ὡς ἡ φάτις μιν ἔχει» — όπως οι φήμες λένε γι' αυτό (Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φᾰ- τής συνεσταλμένης βαθμίδας τού ρ. φημί* + κατάλ. -τις (πρβλ. μῆ-τις). Η μη συριστικοποίηση τού -τμπροστά από το -ι- οφείλεται στον αρχαϊκό χαρακτήρα τής λ.].
Dictionary of Greek. 2013.